- βδελυρά
- βδελυρόςdisgustingneut nom/voc/acc plβδελυρά̱ , βδελυρόςdisgustingfem nom/voc/acc dualβδελυρά̱ , βδελυρόςdisgustingfem nom/voc sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
βδελυρᾷ — βδελυρός disgusting fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βδελυράν — βδελυρά̱ν , βδελυρός disgusting fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βδελυράς — βδελυρά̱ς , βδελυρός disgusting fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βδελυρεύομαι — (Α) [βδελυρός] συμπεριφέρομαι βδελυρά, κατά τρόπο που προκαλεί αηδία … Dictionary of Greek
μυσαρόγλωσσος — μυσαρόγλωσσος, ον (Α) αυτός που έχει βδελυρή γλώσσα, αυτός που τα λεγόμενα ή τα γραφόμενά του είναι βδελυρά. [ΕΤΥΜΟΛ. < μυσαρός + γλωσσος (< γλώσσα), πρβλ. πικρό γλωσσος] … Dictionary of Greek